οἰνοχόων

οἰνοχόων
οἰνόχοος
cupbearer
masc gen pl
οἰνοχόος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἰνοχοῶν — οἰνοχόη vessel for fem gen pl οἰνοχοέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιοινοχόος — ἀρχιοινοχόος, ο (AM) ο πρώτος μεταξύ των οινοχόων, ο αρχικεραστής …   Dictionary of Greek

  • οινοχοώ — (ΑΜ οἰνοχοῶ, έω) [οινοχόος] είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί αρχ. 1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.) 2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου… …   Dictionary of Greek

  • οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …   Dictionary of Greek

  • Πραξιτέλης — (4ος αι. π.X.). Αθηναίος γλύπτης, γιος του Κηφισόδοτου και πατέρας του Κηφισόδοτου και του Τιμάρχου, επίσης γλυπτών. Ο Πλίνιος τοποθετεί την ακμή του στην 104η Ολυμπιάδα (364 – 361) και ο Παυσανίας αναφέρει ότι έδρασε περίπου το 340. Περί τα μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”